☛ Γαστρονομία είναι όπως λέει και το παλιό καλό τραγούδι : δυο πόρτες έχει η ζωή , άνοιξα μια και μπήκα κι έφαγα ένα σπαρταριστό λαχανόρυζο . Η νοστιμιά και η φρεσκάδα του , οι δυο-τρεις πράσινες τσακιστές ελιές και οι λίγες φετούλες τσούσκας που το συνοδεύουν με χάρη , μεράκι και σεμνότητα, και η αξέχαστη επίγευση της ελληνικότητάς του – αυτό το λαχανόρυζο είναι η γαστρονομία. Η γαστρονομία, στην ελληνική εκδοχή τουλάχιστον , είναι δίπορτη και βρίσκεται σε μια υπόγα ακριβώς πίσω από τη Βαρβάκειο αγορά , γνωστή στους παροικούντες την αγοραία και χρηματιστηριακή Ιερουσαλήμ , ένα κουτούκι άσημο ,παλιό, μικρό και δίχως ταμπέλα , με πιστούς θαμώνες , με δυο πόρτες , η μια από την οδό Θεάτρου και η άλλη από την οδό Σωκράτους , εξ ου και το όνομα που του καθιερώθηκε : «Δίπορτο» . Μπήκα όντως από τη μια πόρτα και περίμενα μαζί με άλλους να αδειάσει κάποιο τραπέζι , να μοιραστώ το γεύμα μου με κάποια παρέα – έτσι συμβαίνει εδώ – να ενταχθώ στο κλίμα της βαβούρας , των μεγαλοαστών με τα μεταξωτά φουλάρια των λαϊκών με τα ρούχα της δουλειάς , της υγρασίας, της ιστορικής πατίνας , των παλιών βαρελιών , του μπακαλόπαιδου που τρέχει από το ένα τραπέζι στο άλλο σερβίροντας αχνιστές και αλησμόνητες ρεβυθάδες του τύπου που τρώει στο όρθιο σε μια γωνιά του μαγαζιού , του άλλου που βγάζει αλλαντικά από το χαρτί , αγορασμένα από το μπακάλικο δίπλα , του κυρ-Μήτσου στη μικρή κουζινίτσα , με το γελαστό μουστάκι και το γλυκό αλλά αετίσιο βλέμμα , να βουτάει με το ένα χέρι τη κουτάλα στη μελωμένη φασολάδα και με το άλλο να γυρίζει τα ψαράκια στην υποτυπώδη σχάρα . Έπαθα μια ταραχή όταν μύρισα τον αέρα της υπόγας αυτής , τη σπιτίσια αυτή μυρωδιά καλομαγειρεμένου φαγητού , νοτισμένη ελαφρά από την υγρασία της ιστορίας. Σκίρτησε η καρδιά μου όταν πέρασε κάτω από την μύτη μου ένα βαθύ πιάτο γεμάτο μέχρι επάνω με κοφτό μακαρονάκι με ζουμάκι φρέσκιας ντομάτας και λίγο κρεατάκι , όπως το έκανε η μάνα μου , φρέσκο και λαχταριστό . Λύγισαν τα γόνατα μου όταν έσκασε στο τραπέζι μου μια φάβα αλλά τι φάβα , ένα βουναλάκι μαλακού και μαυλιστικού οσπρίου , λίγα κομμάτια χονδροκομμένου γλυκοφάγωτου κρεμμυδιού , μερικές τσακιστές ελιές και καλό ελαιόλαδο , η ανάμνηση των οποίων καρφώθηκε στο νου μου . Όπως επίσης και τα τρυφερά ρεβίθια με τον πεντανόστιμο ζωμό και βέβαια τα επικά ψαράκια στη σχάρα , γοπίτσες, μαρίδες, μικροί κολιοί , φρεσκότατα , συνοδεία χορταστικής και τροφαντής ντοματοσαλάτας με κρεμμύδι . Πλήρωσα είκοσι ευρώ για δυο άτομα , μαζί με την ρετσίνα , άφησα ένα πουρμπουάρ στο μπακαλόπαιδο , χαιρέτησα τον κυρ-Μήτσο και βγήκα από την άλλη πόρτα της γαστρονομίας"
Επίκουρος (κατά κόσμον Αλβέρτος Αρούχ)
* Ο κορυφαίος κριτικός εστιατορίων και γευσιγνώστης ο αξέχαστος Επίκουρος (κατά κόσμον Αλβέρτος Αρούχ) έγραψε αυτή την κριτική για το «Δίπορτο» πριν από αρκετά χρόνια , το κείμενο παραμένει μέχρι σήμερα επίκαιρο και γλαφυρό και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του "Η Γεύση της μνήμης" .Προσωπικά γαλουχήθηκα με τις κριτικές που έγραφε ο Επίκουρος πριν από 20-30 χρόνια στα γόνιμα χρόνια της «Ελευθεροτυπίας» του Κίτσου Τεγόπουλου και του «Βήματος» του ομίλου Λαμπράκη.