Η κ Γιάννα Κωνσταντέλλου το 2020 δημιούργησε ένα εργαστήρι ζαχαροπλαστικής στη Χώρα της Σκιάθου και ξεκίνησε να φτιάχνει παραδοσιακά γλυκά (χαϊμαλί , αμυγδαλωτά) ακολουθώντας τις αυθεντικές συνταγές των γιαγιάδων της . Παράλληλα φτιάχνει και υπέροχα σπιτικά λικέρ τα οποία αξίζει να δοκιμάσετε . Το χαμαλί είναι παραφθορά της λέξης χαϊμαλί, που σημαίνει φυλακτό. Το γλυκό αυτό στην ουσία είναι μια τηγανητή ζύμη με γέμιση καρύδι, μέλι, ψίχα ψωμιού και μυρωδικά τριμμένα όπως κανέλα και μοσχοκάρφια. Το φύλλο είναι ανοιγμένο στο χέρι και τηγανισμένο σε ελαιόλαδο. Απαιτεί τέχνη να το τηγανίσεις σωστά, ώστε να μένει ωραίο το σχήμα του σαν πουγκί και στο τέλος ρίχνουν από πάνω άχνη ζάχαρη . Τα αμυγδαλωτά στη Σκιάθο τα ονομάζουν και ζαχαροχαμαλιά. Παίρνουν τριμμένο αμύγδαλο και το ζυμώνουν με ανθόνερο , αφού τα ψήσουν στη συνέχεια τα πασπαλίζουν με άχνη. Αυτά τα Σκιαθίτικα γλυκά τα περιγράφουν υπέροχα στα διηγήματα τους οι δυο μεγάλοι διηγηματογράφοι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ( η «Αλαφροϊσκιωτη», η «Τύχη από την Αμέρικα», η «Πιτρόπισσα» και τα «Συχαρίκια») και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στο διήγημα του «Ο Καλικάντζαρος».
Tips : Παπαδιαμάντη και Μιαούλη, Σκιάθος, τηλ: 6976795208 , 24270/29546
Απόσπασμα από το διήγημα “Τα συγχαρήκια” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
« Εν πρώτοις, αυτή η εορτή του ονόματος του γαμβρού θα ήγετο εις την οικίαν της νύμφης. Δεν θα ήτο τότε η κυρά-Γαλάτσαινα υποχρεωμένη να κουβαλήση ολόκληρον μέγα σινίον μπακλαβά εις την οικίαν της συμπεθέρας της, αλλά μεγάλα ταψία από ζαχαροχαμαλιά και άλλα τραγήματα εις τας οικίας των αδελφών και των θείων του γαμβρού, και συγχρόνως να κερνά αυτή όλην την ημέραν εις την οικίαν της, διά την εορτήν του ονόματος, και πάλιν την εσπέραν να έχη άλλα μεγάλα βάσανα, δοκιμαστήρια και ακροσφαλή, εις την οικίαν της, όπου θα ετελούντο τα μβατίκια.
«……Τα χαμαλιά «τα κρυφά» τα είχαν φάγει ήδη οι συμπέθεροι όλοι - όσον τους επέτρεψε να φάγουν ο ίδιος ο γαμβρός. Διότι αυτός ο γαμβρός, ο Βασίλης ο Μπόνος, άμα είδε το ωραίον γανωμένον και στίλβον σινίον γεμάτον από ευώδη και προκλητικά, λευκά και ροδοκοκκινισμένα χαμαλιά, έβγαλεν από την ζώνην τον λάζον του, μικράν μάχαιραν την οποίαν έφερε πάντοτε εις την μέσην, και καρφώσας διά μιας τέσσαρα ή πέντε χαμαλιά, ήρχισε να τα καταβροχθίζη, κόπτων αυτά με τους προσθίους οδόντας, αλωνίζων με την γλώσσαν, και παραπέμπων αμέσως εις τον ουρανίσκον, χωρίς να τα μασσά με τους τραπεζίτας του. Αι αδελφαί του και οι γαμβροί του τον επέπληξαν δι’ αυτό, αλλ’ αυτός δεν ενόει τας παρατηρήσεις των. Αυτός δεν ήτο ο γαμβρός; Δική του δεν ήτο η νύμφη; Δικά του και τα προικιά. Δικά του και τα χαμαλιά, και όλοι οι μπακλαβάδες και όλα. Τα χαμαλιά μάλιστα τοιαύτην είχον συμβολικήν έννοιαν. Διατί τα έλεγαν χαμαλιά; Εσήμαιναν τα άλλα χαϊμαλιά, τα περίαπτα. Ήσαν φυλαχτικά, τα οποία του έστελνεν η πενθερά του, διά να μην τον ιδή κακό μάτι, μην τύχη και τον αβασκάνη κανείς. Αλλά τα κρυφά χαμαλιά δεν θα ήρκουν, και αν επέτρεπεν ο γαμβρός, να τα φάγουν όλα οι συγγενείς………»