Welcome  to  my  blog
“ Η κοιλιά προηγείται της ψυχής”
George Orwell (1903-1950)

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Το φαί της μύριζε ανθρωπίλα !!! (του συγγραφέα Κοσμά .Ι. Χαρπαντίδη)

 Όσοι ξένοι δοκίμαζαν το φαγητό της, τον τελευταίο χρόνο, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: -Τίμιο και φιλικό το φαί σου. Μυρίζει ανθρωπίλα. Κι εκείνη το απέδιδε στην αγάπη της για την μαγειρική. Επένδυε στην κουζίνα, μιλούσε στα υλικά της πριν τα μαγειρέψει, τα θώπευε, χαμήλωνε τη φωτιά για ν’ αποσπάσει μυρωδιές, γεύσεις και ουσίες. Το πρόσεχε το φαγάκι της. Μέχρι να ψηθεί ή να βράσει δεν απομακρυνόταν από κοντά του. Του τραγουδούσε. Ήταν ευτυχισμένη όταν σέρβιρε το πιάτο και το απίθωνε μπροστά στον πελάτη, ήταν σαν να εξέθετε την ίδια της τη ζωή. Το πιάτο, το κάθε πιάτο ήταν η ίδια, με το πλατύ της χαμόγελο, τα πρασινωπά της μάτια, το ευτραφές σουλούπι της. Ήταν η δική της αφήγηση για τη ζωή και τον ιδρώτα της. Κι αυτά χάριζαν στο φαγητό την αξία του. Κι όμως εκείνη την άνοιξη διαπίστωσε πως όλα αυτά δεν ίσχυαν. Η ανθρωπίλα του φαγητού της δεν οφειλόταν μόνο στις δικές της δυνάμεις και στην αφοσίωσή της, αλλά σε κάτι άλλο που όσο το σκεφτόταν τόσο φρίκιαζε κι απομακρυνόταν από τη μασίνα και τα κατσαρολικά της. Φθινόπωρο ήταν και η ντάνα με τη ξυλεία για το μικρό πανδοχείο και το ταβερνείο της είχε στηθεί με μπόλικα και χοντρά κούτσουρα, κορμούς κι άλλα καυσόξυλα, που κόπηκαν σε μεγάλα κομμάτια, για να φτουράν στο τζάκι και τη μασίνα της. Κανείς δεν πρόσεξε ένα ζευγαράκι, νάταν δέκα πέντε, μπορεί δέκα έξι χρονών, που γύρευε κρυψώνα για να στεγάσει τον άγουρο έρωτά του. Δεν βρήκαν πουθενά και φτάνοντας στο πανδοχείο είδαν την ξυλεία της, σαν σπίτι θεόρατο να υψώνεται για τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ήταν βαρείς οι χειμώνες εκεί και χρειάζονταν τόσα ξύλα, όσο και το ύψος του πανδοχείου της. Τότε το αγόρι είχε την φαεινή ιδέα να σκάψουν ανάμεσα στους κορμούς και να δημιουργήσουν μια κρυψώνα στην τεράστια στοίβα, όπου θα χωρούσε η αγάπη τους. Ήταν αυστηροί οι γονείς τους κι άλλη κρυψώνα δεν διέθεταν. Εκεί θα έστηναν το γιατάκι τους και θα στέγαζαν το μικρό έρωτά τους , που όμως ήταν τεράστιος και κανοναρχούσε όλο τους το σώμα. Κάτω από τα ξύλα ανταμώθηκαν για πρώτη φορά και δόθηκαν παθιασμένα ο ένας στον άλλον. Η αγάπη τους τύφλωνε και τους κούφαινε συνάμα. Ηταν αυτοί οι δύο στον κόσμο και κανείς άλλος. Ούτε πρόσεχαν, ούτε έδωσαν σημασία στους τριγμούς των ξύλων( σαν κάτι να τους προειδοποιούσε), αλλά και δεν φαντάζονταν τη συνέχεια που στάθηκε μοιραία. Η μετατόπιση της ξυλείας τους πλάκωσε, ενώ αυτοί συνέχιζαν να κάνουν έρωτα. Η ξύλινη κρυψώνα τους μετατράπηκε, σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα, σε ξύλινο φέρετρο. Έμειναν θαμμένοι όλο το χειμώνα. Τους αναζήτησαν στο χωριό και στην περιοχή. Δεν τους βρήκαν. Απελπίστηκαν και δεν ήλπιζαν ότι θα επιζούσαν στο βαρύ χειμώνα. Μόλις τελείωσε ο χειμώνας, προχωρημένο Μάιο πια κι έσβηναν αργά-αργά οι σόμπες και τα τζάκια, η ξυλεία της τέλειωνε κι όταν πήγε να πάρει τα τελευταία ξύλα της αποκαλύφθηκαν τα δύο κορμιά, αγκαλιασμένα, να δοκιμάζουν τις αντοχές της. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν «πως δεν μύρισαν;». Ίσως λόγω του κρύου. Βόρεια ήταν, με θερμοκρασίες χαμηλές. Απεναντίας έβγαινε μια γλυκιά μυρωδιά, ανάκατη με ξύλο πλανισμένο, υγρό άρωμα βελανιδιάς, φρεσκοψημένου σιταριού, εφηβικής αθωότητας κι ανθρώπινων ελαίων, που προειδοποιούσαν ότι άνθρωποι ζούσαν εδώ κάτω. Σαν εκείνη τη μυρωδιά που τρέλαινε τους δράκους των παραμυθιών, όταν εντόπιζαν μικρά παιδιά σ’ ερειπωμένους πύργους κι ήθελαν να τα καταπιούν. Σκέφτηκε ότι αυτή η μυρωδιά είχε διαποτίσει τα ξύλα της κι από εκεί μεταφέρθηκε στην κουζίνα της. Μια εσάνς, που είτε στο τζάκι, είτε στη μασίνα της έκανε το φαγητό της πιο πλούσιο κι αυτήν περήφανη, που τα κατάφερνε. Μια μυρωδιά που δεν μπορούσε, ως τότε, να ξεδιαλύνει την προέλευσή της και μέσα από την καύσιμη ύλη περνούσε στο φαγητό της. Τι κρίμα να μην οφείλεται μόνο στο μόχθο της η ανωτερότητα του φαγητού της σε γεύση και μυρωδιά. Και την ενοχλούσε η σκέψη πως στο μέλλον δεν θα αποσπούσε εύκολα αυτή την τιμητική διάκριση για το φαγητό της.

 

 *  Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό "Δέκατα"

 

*   Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γεννήθηκε το 1959 στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας. Σπούδασε νομικά και σήμερα ζει στην Καβάλα. Έχει κατοικήσει, κατά καιρούς, και σε άλλες πόλεις του βορρά. Εμφανίστηκε το 1993 με τα αφηγήματα «Μανία πόλεως» . Συνεργάστηκε για πολλά χρόνια στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Υπόστεγο» της Σ.Φ.Γ.Τ Καβάλας . Έχει διατελέσει κατά καιρούς πρόεδρος του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Καβάλας , της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και του Δημοτικού Ωδείου Καβάλας  Έργα του:  Μανία πόλεως, αφήγημα (1993) , επανέκδοση (2009) , Οι εξοχές των νεκρών, αφήγημα (1995) , Το έκτο δάχτυλο, διηγήματα (2002) , Τα δώρα του πανικού, μυθιστόρημα (2006) , Καβάλα – Θάσος , Μίλητος (2010) ,  Κρυφές αντοχές (2011) , Το Άκυρο Αύριο (2017)
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα : Παλίμψηστο Καβάλας , Καστανιώτης (2009) , Εν Δράμα , Νομαρχιακή Επιχείρηση Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Ν. Δράμας(2002)  .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου