Welcome  to  my  blog
“ Η κοιλιά προηγείται της ψυχής”
George Orwell (1903-1950)

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Θάσος (Εικονικό νησί) * του Κοσμά.Ι.Χαρπαντίδη

Xειρουργήθηκε στο στομάχι πριν από επτά ημέρες. Δύσκολη η επέμβαση, κυρίως επειδή  είχε πατήσει τα 86 του χρόνια. Πήγα να τον πάρω με το αυτοκίνητο. Ήταν όρθιος, αδύνατος, αδύναμος κι αγέρωχος. Περπάτησε, παρά το γεγονός ότι ήταν φρεσκοεγχειρισμένος κι έδειχνε να πεισμώνει με την ζωή που του έκανε νεύματα αποχαιρετισμού, ενώ σπαρταρούσε έξω το καλοκαιρινό φως κι όλοι έτρεχαν στις ακτές, ελπίζοντας σε αναψυχή. Το ταξίδι του φάνηκε μακρύ και στο μέσο της διαδρομής μου ζήτησε να  σταματήσω σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό, για να φάμε ψάρι. Αν και απόρησα με την τόλμη του να φάει ( μέχρι  τότε μόνο χυλούς και υγρά κατανάλωνε) του έκανα το χατίρι και σταμάτησα σε μια από εκείνες τις  ψαροταβέρνες της  ηπειρωτικής  ακτογραμμής, δίπλα στο κύμα, τίγκα στο πλαστικό και την φωνασκία. Όμως  η θάλασσα ήταν καθαρό χρυσάφι, έλαμπε. Στο βάθος διαγραφόταν ο όγκος ενός  νησιού, εξαϋλωμένος μέσα στο λιοπύρι του  Ιουλίου.

- Σα να είμαστε σε νησί, μου έγνεψε με την πλάτη στραμμένη στην θέα της  ξεριάς.

   Κι άρχισε να μου εξηγεί ότι στα όνειρά του έβλεπε να ταξιδεύει σε νησιά  καλοκαιρινά και να  κολυμπά σε καταπράσινες θάλασσες, μέσα στην σιγαλιά της φύσης και τον ήχο των τζιτζικιών. Κι αυτό παρά το ότι η δική του γενιά δεν έμαθε να ταξιδεύει και να κάνει διακοπές σε νησιά.

 -Όνειρο αταξίδευτο παρέμεινε για μένα το ελληνικό αρχιπέλαγος, παρά το γεγονός ότι όργωσα την ηπειρωτική Ελλάδα. Βουνίσιος ήμουν.

Παραγγείλαμε ψάρι. Από τα πιο ακριβά, για να μην μπερδευτεί με τ’ αγκάθια. Ηταν φρέσκο και καλά  ψημένο. Εφαγε δυο -τρεις μπουκιές μόνο, το άλλο το άφησε, αηδιασμένος.

-Δεν κατεβαίνει, μου είπε.

  Επέμενα να  συνεχίσει να τρώει,  αλλά το βλέμμα του άδειο χανόταν στο εξαϋλωμένο νησί του ορίζοντα. Υπερίπτατο .

  Εκανα πως δεν καταλαβαίνω και τσιμπούσα από το πιάτο του, που όσο και να έτρωγα έμενε απελπιστικά γεμάτο. Είχε αδυνατίσει. Οι φλέβες διακρίνονταν παντού. Η φωνή του κόπηκε κι έβγαινε με το ζόρι. Δεν ήταν ο δυνατός και βροντερός άντρας που ήξερα.

- Πως να πας σε νησιά στα χρόνια μου; Το ταξίδι ήταν μια περιπέτεια από δω πάνω, μ’ έπιανε κι η θάλασσα.

-Φοβάται τη ζωή, όποιος φοβάται  τη θάλασσα, του  είπα, ξεπατικώνοντας έναν συγγραφέα, χωρίς να θυμάμαι ποιόν. 

  Κούνησε το κεφάλι με νόημα. Με προέτρεψε να χαρώ τα νησιά με τα παιδιά μου  και να μην τους  στερήσω την εμπειρία  αυτή. Ο ήλιος με τύφλωνε, όταν τον βοήθησα να σηκωθεί. Περπατούσε με το ζόρι. Τα παιδιά στην παραλία ξεφώνιζαν, παραδομένα  στο κολύμπι και το παιχνίδι. Οι φωνές τον ενοχλούσαν.

-Πες ότι πήγαμε σε νησί, πες ότι ήταν νησί και φάγαμε παρέα ψάρι.

  Το τελευταίο του νησί.

  Το τελευταίο του ψάρι κι η μια γουλιά ούζο. 

Πριν ξεκινήσω πήγα στην τουαλέτα και σκούπισα λίγα δάκρυα.   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου